ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΝΑ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΕ

«Επιθυμώ ο άλλος να είναι ελεύθερος, γιατί η ελευθερία μου αρχίζει εκεί όπου αρχίζει η ελευθερία του άλλου και γιατί, μόνος μου, δεν μπορώ να είμαι, στην καλύτερη περίπτωση, παρά “ενάρετος εν δυστυχία”.»

«Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας» (σελ. 138), 1975,

Κορνήλιος Καστοριάδης

 

Ζούμε σε ένα κόσμο, στον οποίο το δίπολο «ελευθερίες-απαγορεύσεις» διαχέεται ακέραιο και αδιάσπαστο σε κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής, ως το απόλυτο μοντέλο για την εύρυθμη λειτουργία αυτής. Ελευθερίες για κάποιους οι οποίοι τις κατέχουν και τις ορίζουν και αντίστοιχες απαγορεύσεις για κάποιους άλλους.

Μην παίζεις! Μην τρέχεις! Μην κλαις, οι άντρες δεν κλαίνε! Μην καπνίζετε! Μην πατάτε το γκαζόν! Μην τρώτε κρέας! Μην γράφετε στους τοίχους! Μη βλασφημάτε τα θεία! Να υπακούτε προθύμως και άνευ αντιλογίας τας διαταγάς των ανωτέρων σας!

Απ’ τη στιγμή που γεννιόμαστε, υπάρχουμε σε ένα κόσμο που έχει γαλουχηθεί στο πνεύμα των πρέπει, των μη και των ρητών, αναίτιων απαγορεύσεων. Εκπαιδευόμαστε στο να κάνουμε ή να μην κάνουμε κάτι, επειδή έτσι έχει οριστεί. Και αυτό που μας αποτρέπει απ’ το να μπούμε στη λογική του γιατί συμβαίνει κάτι τέτοιο, είναι η (κατά τ’ άλλα όχι ανίκητη) δύναμη της συνήθειας και της ευθυνοφοβίας που μας έχει εμποτιστεί, που μας διακατέχει, που μας χαρακτηρίζει. Η προσκόλληση σε μια χωρίς λογικό υπόβαθρο απαγόρευση, είναι μια πράξη άγονου μιμητισμού η οποία το μόνο που έχει να προσφέρει, είναι να δημιουργεί ανθρώπους που υπακούνε σε κάτι, χωρίς να ξέρουν ή να τους ενδιαφέρει το γιατί. Δημιουργούνται έτσι, επιφανειακές συνειδήσεις χωρίς έστω την περιέργεια να εμβαθύνουν σε κάτι που στην προκειμένη περίπτωση (λόγω αναφοράς στην απαγόρευση) τους περιορίζει. Ανατρέφονται ρηχές και πεζές αντιλήψεις χωρίς ενστικτώδη αντανακλαστικά ώστε να επιχειρήσουν (οι άνθρωποι) να αλλάξουν αυτό το κάτι και να δημιουργήσουν οι ίδιοι, δικούς τους «κανόνες». Κανόνες που θα υπηρετούν την ατομική ανάγκη, η οποία θα αλληλεπιδρά με ένα συλλογικό περιβάλλον ως συγκινωνούν δοχείο. Κανόνες που θα σέβονται συλλογικές αποφάσεις και όχι κάποιες απρόσωπες και παλαιολιθικές Αρχές. (Μιλώντας για συλλογικές αποφάσεις, δε μπορεί να εννοηθεί κάτι διαφορετικό από εκείνες τις αποφάσεις που λαμβάνονται άμεσα από ένα σύνολο ανθρώπων που απαρτίζουν ενεργά ένα χώρο.)

Τα πρότερα αναφερθέντα γίνονται η βάση ώστε να διαμορφωθεί ένας χαρακτήρας άβουλος, άτολμος, χωρίς σιγουριά, αυτοπεποίθηση και αποφασιστικότητα. Ένας χαρακτήρας που ή θα στραφεί στην τυφλή νομιμοφροσύνη αποτελώντας έτσι ένα κελεπούρι στα χέρια του συστήματος, ή οχυρωμένος στην ατομικότητά του θα διαχωρίσει τον εαυτό του απ’ το υπόλοιπο «παράνομο» (κατ’ αυτόν) σύνολο ανθρώπων και ως ο «τελευταίος αγνός και τίμιος πολίτης», θα θεωρήσει πως ίσως «δικαιούται» και αυτός καμιά φορά να παραβλέπει το γράμμα του νόμου, εφευρίσκοντας τελείως εγωιστικά, τρόπους ξεπεράσματος των απαγορεύσεων.

Και αν δεχτούμε ότι όπως η κοινωνία αναπαράγει συμπεριφορές και πρότυπα, έτσι και το άτομο αναπαράγει την κοινωνία, δε θα ήταν υπερβολή να συσχετιστεί, σε ένα βαθμό, η απαγόρευση με την κατασκευή «υπηκόων» μέσω αυτής και ως άμεση (και αντίστροφη) συνεπαγωγή, με τη δημιουργία ενός εύπλαστου κοινωνικού συνόλου, εύκολα διαχειρίσιμου και ελέγξιμου απ’ την εκάστοτε εξουσία. Συνδυάζοντας λοιπόν κανείς τον παραπάνω συλλογισμό με την εικόνα ενός πολίτη Α που θα γινόταν καταδότης(ρουφιάνος ντε!) ενός πολίτη Β σε περίπτωση παρανομίας του Β, δημιουργείται ένα δυναμικό σύνολο εγωιστών, αποκτηνωμένων, ηλίθιων και άχρηστων ανθρώπων και γίνεται σαφής ο αντιπαιδαγωγικός χαρακτήρας της πρακτικής της απαγόρευσης.

Απ’ την άλλη, θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς πως για την κοινωνική συμπεριφορά των ανθρώπων «φταίνε» μόνο οι «άδικες απαγορεύσεις», αλλά είναι κι αυτό μια υπολογίσιμη συνιστώσα του ελέγχου που υποβάλλονται οι πολίτες μιας κοινωνίας. Επίσης, θα ήταν καλό να μη συγχέαμε τις κατά τόπους και κατά καιρούς απαγορεύσεις, με τις κοινά αποδεκτές συνθήκες συμβίωσης των ανθρώπων (περί κοινής ησυχίας, κλπ.)

Η απαγόρευση είναι ένα χρήσιμο εργαλείο για κάποιον που θέλει να ελέγξει και να καταστείλει οτιδήποτε(λογική ή δράση) κινείται έξω απ’ την «ομαλή»(κανονική) λειτουργία των πραγμάτων, όπως ο ίδιος τα έχει ορίσει. Δεν πλασάρεται ποτέ μόνη της. Πάει πάντα πακέτο με τις αντίστοιχες κυρώσεις. Αυτό είναι που αποτρέπει κάποιον απ’ το να εμβαθύνει στη βάση μιας απαγόρευσης και να την ακυρώσει. Και αν οι κυβερνήσεις και οι αρχές θέλουν να φανερώσουν το απρόσωπο πρόσωπο και τις προθέσεις τους μέσω των απαγορεύσεων, εκείνες που προέρχονται από ιδιωτική πρωτοβουλία, είναι η απόδειξη ότι έχουν πετύχει (σε ένα βαθμό) το σκοπό τους. Αν δηλαδή είναι μισητό, να αποτελεί ένα ακόμη όπλο της κυρίαρχης «δημοκρατίας» τους, είναι γλοιώδες και δουλοπρεπές να χρησιμοποιείται κι από τους υπηκόους της.

Ένας κόσμος χτισμένος και οργανωμένος πάνω σε απαγορεύσεις, διακρίσεις κάθε τύπου(κοινωνικές, φυλετικές κλπ.), δόγματα(θρησκείες, πατριαρχική οικογένεια κλπ.), μια κοινωνία πλημμυρισμένη από στερεότυπα είναι μια κοινωνία όπου δεν υπάρχει διάλογος, δεν υπάρχει ανθρώπινη επαφή, υπάρχει εκπαίδευση και όχι ελεύθερη παιδεία. Με άλλα λόγια, οι απαγορεύσεις αρχίζουν εκεί που τελειώνει η λογική.

Συμπεραίνουμε λοιπόν πως στήνεται ένα σκηνικό άκρως παράλογο, για το οποίο, όσο περνάει ο καιρός, όσο μεγαλώνουν γενιές ανθρώπων μέσα σε αυτό, το μεγαλύτερο λάθος που μπορούμε να κάνουμε είναι ο εξορθολογισμός και κατ’ επέκταση η αποδοχή του.

Ας σκεφτούμε κατά πόσο έχουμε απορροφήσει και κάνει κτήμα μας πρακτικές που «κουνάνε το δάχτυλο».

Ας τραντάξουμε λίγο το κεφάλι μας φέρνοντας στη μνήμη μας πως οι απαγορεύσεις είναι ένα απ’ τα αγαπημένα όπλα στα χέρια ολοκληρωτικών καθεστώτων.

Ας αναλογιστούμε τις καταστάσεις που ζούμε τώρα, οι οποίες κοντεύουν να μας κατασπαράξουν αν δεν προτάξουμε τη συλλογική αντίσταση.

Ας απαλλαγούμε απ’ τον αυτοπεριορισμό της σκέψης μας και ας αφήσουμε την έμφυτη ανάγκη του καθενός να εκφραστεί ελεύθερα, δημιουργώντας νέες συνθήκες και όρους για το πώς θα ζούμε.

Και επιτέλους, ας συνειδητοποιήσουμε πόσο αναγκαίο είναι να ξεπηδήσουν κοινωνικές νησίδες υγιούς συνδιαμόρφωσης αποφάσεων, απαγορεύοντας ρητά κάθε απαγόρευση!

πρωτοβουλία από το αυτόνομο σχήμα χημικών μηχανικών